- βυκανισμός
- βῡκᾰν-ισμός, ὁ,A deep note, bourdon, Nicom.Exc.4 ([full] βουκανισμός Ptol.Harm.1.4).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βυκανισμούς — βυκανισμός deep note masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)